Λογοτεχνικό Έργο

<< Εδώθε με τη λευτεριά >>
Αφιέρωμα στο μεγάλο Ιταλό Ποιητή
G. Leopardi

Πάνος Μισερλής
ΑΚΟΥΑΡΕΛΛΑ ΣΕ ΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ
Αβρά χρωματισμένη η σελήνη
με δυο σεντεφένιες πινελιές
γέρνει πάνω απ’ τη σαγήνη
των απροσδιόριστων πραγμάτων.
Κάτω χαμηλά ο κόσμος όλος
με τις άλλες τις αισθήσεις
σε απόχρωση γκρι σκούρου
κι από κόκκινο βαθύ.
Μια πλάνη μέσα αναρριγεί
στις φλέβες ενός ακοίμητου αλέκτορα
με τα πολύ φανταχτερά χρώματα
της υποβαλλόμενης ανίας του.

ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΕΙΣ ΦΩΤΟΣ
Τόσες αντανακλάσεις φωτός
έπεσαν επάνω σου.
Σωριάστηκες !
Ύστερα φάνηκες σαν ένα όνειρο
να πυρακτώνεται,
που δε μένει τίποτα,
μονάχα η στάχτη.
Να ’σαι , αυτός ο λιγοστός καπνός,
δεν έζησες ως το τέλος του παραμυθιού
εκτός από τις κόρες των ματιών σου
που χόρευαν επάνω στη μισοσβησμένη στάχτη
μαύρες πράσινες γαλάζιες
σαν γυάλινοι βώλοι
στις φούχτες των παιδιών.
ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΜΟΥ
Είναι ωραία η πολιτεία μου
έχει το περίγραμμα της φωτιάς
και αρώματα θυμαριών και κληματίδων.
Ήλιοι πολλοί έλειωσαν πάνω στα λιθάρια της
χαράζοντας τις ρίζες μιας αρχαίας συνείδησης
σε ρυτίδες από σημαίνοντα.
Είναι ωραία η πολιτεία μου
αλλά έχει πολλά σήματα κινδύνου
χωρίς εξόδους,
έχει ανθρώπους με έφεση καθωσπρεπεική
αλλά ενδοσκοπούμενοι με το σύνδρομο
της αγχωτικής αδηφαγίας.
Στις λιγοστές πεδιάδες
οι γυναίκες πετούν χαρταετούς
που δραπετεύουν σ’ άλλους κόσμους
γεμάτοι με σινιάλα και χαιρετισμούς
στην κόκκινη πλημυρίδα του λυκόφωτος.
της υποβαλλόμενης ανίας του.
Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΕΝΟΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑ
Δεν έχω καν ούτε τραυλή μιλιά
να σου μιλήσω ∙
δεν έχω όρια
σ’ ευθείες και σε κύκλους,
έχω απαλή πνοή κ’ ίσκιο μικρό
κι έρωτα κι αναστεναγμό
σαν ένα μόριο μέσα στο άπειρο.
Εσύ,
δεν βλέπεις τούτη την απέραντη επιθυμία
που ενεδρεύει στις άγριες τσουκνίδες
και στις θημωνιές.
Δειλά στο λέω:
μες στο φουστάνι σου μια νύχτα μόνο
την αίσθηση θέλω να ζήσω της γυναίκας
μ’ ένα χάδι.
Φοβάμαι όμως μη τυχόν
αυτό το οργισμένο φύσημα τ’ ανέμου
σηκώνοντάς το,
με αποκαλύψει !
ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ ΔΕΝ ΠΑΡΑΙΤΟΥΜΑΣΤΕ
Τόσα πρόσωπα αποδείχτηκαν μοιραία.
Κανείς δεν ξέρει από πότε
έχει να ειπωθεί η αλήθεια.
Πώς λοιπόν να απολογηθούμε στις νέες γενιές ;
Γκρίζες οι μέρες που έχουμε μπροστά μας.
Συμμορίες καραδοκούν τις αρπαχτές
καπάτσοι αγιογδύτες
νόμοι και λαθρονόμοι όπως λες
τόσοι καθηγητάδες, τόσοι γραφιάδες
και όσοι κάνουνε τους τιμητές,…
Εντούτοις δεν παραιτούμαστε !
Κι ας μας εκδικείται τόσο πολύ η πραγματικότητα.
Κοιτάχτε !
Αυτοί οι υπερήλικες που βασανίζονται όρθιοι
Πίσω από τα ΑΤΜ
δεν είναι πτώματα,
αλλά κακοποιημένα αγάλματα !
ΚΑΠΟΙΑ ΟΝΕΙΡΑ
Άκου !
Κάποια όνειρα ήθελαν να χωρέσουν
μέσα σε χρωματιστές ετικέτες,
να πάρουν την αφή απόνα θαύμα
που ταξιδεύει μεσ’ στην αιθρία ενός παραμυθιού.
Κάποια όνειρα σεργιάνησαν πολύ τον Κόσμο.
Κατέβηκαν τα μεσάνυχτα στους σταθμούς των τραίνων
και τους χειμώνες στις αποβάθρες των λιμανιών.
Ράγισαν πίσω απ’ τα παραστάθια ων καφενείων
με το αχνό στόμα τους
κολλημένο σε μια μακρινή φυγή.
Μια φορά κάποια όνειρα
εγκλωβίστηκαν πίσω απ’ τη φλούδα ενός δλεντρου
κι έφτασαν με πολύ κουρασμένα τα βλέφαρα
ως τις στοές αρχαίων ορυχείων,
που κρατούσαν τις φλέβες τους
ακόμα ανοιχτές.
Μια νύχτα κάποια όνειρα
γυαλίστηκαν στο καθρεφτάκι
μιας γυναικείας πούδρας,
άσπρισαν πολύ το πρόσωπό τους
κι ύστερα έφυγαν ένας μετουσιωμένος κλόουν
να χορέψουν με τη θλίψη του Κόσμου
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Το ποτάμι μου μιλάει
μου διηγείται για στρατούς κι επαναστάτες
για αφηνιασμένα άλογα που το περάσαν
με ορμή προς τις θύελλες
Στο ποτάμι ρίχνω την οργή μου
να την πάρει μακριά
όταν έρχεται η αυγή που δραπετεύει τις νυχτερινές σκιές
Από την απέναντι όχθη ένας άνθρωπος
ρουφάει τη γλυκύτητα μιας ουτοπίας του
για τον παγερό χειμώνα
Το ποτάμι διατρέχει ο ίσκιος των πουλιών
λίγο πριν το καταμεσήμερο
φέρνοντας αναβλύζουσες Αυγουστιάτικες νοσταλγίες οπάλινες
Μου είχες πει πως μια φορά είχες ονειρευτεί
το ποτάμι να χορεύει παθιασμένο πάνω στα λευκά βότσαλα
όπου ακουμπούσες το ωραίο κεφάλι σου
που φαινόταν αφημένο στο κάλεσμα μιας πλεονάζουσας ρέμβης
Εγώ ήμουνα δίπλα, μια μοναχή ρίζα σπάρτου
φυτρωμένο μέσα σε μια ελάχιστη ρηγματιά
του βράχου
και σε κοιτούσα που τραγουδούσες στοποτάμι
με χείλη διάπυρα
Και σε θαύμασα πολύ που του τραγούδησες
τόσα πολλά τραγούδια
με τη χαρά των αισθήσεων
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΖΙΤΖΙΚΑ
Στο φλύαρο τραγούδι σου ευδαιμονείς
μέσα στο λιόκαμα
αδιαφορώντας για των μυρμηγκιών τη φρονιμάδα.
Έτσι για σένα κάπως λένε
και σ’ ειρωνεύονται οι θυμόσοφοι
περιγελόντας σου πολύ
το σύντομο παραλήρημα στο χρόνο.
Μα στο κουφάρι συτού του τζίτζικα
υπάρχει η νοσταλγία ενός καλοκαιριού
που έφυγε αναλωμένο
σε μια τόση δα ευτυχία
σαν του ανέμελου τραγουδιστή
πάνω στους στιλπνούς κλώνους των ευκάλυπτων.
Κάποτε είχες κι εσύ έναν θεό στη μικρή καρδιά σου
γεμάτη από λαχτάρα
να τραγουδήσεις το τραγούδι της
που σε πεθαίνει.
Δε ζήτησες ποτέ ένα σπυρί σταριού
μονάχα μια μικρή γωνιά κι εσύ
στ’ αποσπερνό το θαύμα τα’ ουρανού.
Μα στο κουφάρι αυτού του τζίτζικα
έμεινε ένα ρίγος στη βαθουλή του μνήμη,
λίγη έκσταση απ’ τον σπαραχτικό το μύθο
εκείνου του μονήρη
μισευόμενου ενήλικα,
του ανόμαστου
και εφήμερου.
ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Έκαιγε μια φωτιά στην άκρη του καλοκαιριού
τις μέρες τις ερωτικές
Κι εσύ τώρα τις αναπολείς σαστισμένη
μέσα στον τροχιόδρομο του τρένου
που περπατάς λιγνή
σαν θαύμα μιας ανάμνησης που δεν κρατάς
να πυρακτώνεται σύννεφο ματωμένο.
Μια φορά σκέφτηκα να σ’ ερωτευτώ
αλλά εσύ ήσουνα ένα κομμάτι ονείρου
ανάμεσα σε τρέμουλα άστρα της αυγής
κι εγώ ένα μεθυσμένο στιχάκι
ή ένα κίτρινο σπάρτο στο διάπλατο στόμα τ’ ουρανού
ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ
Γυρνάς στ’ αδράχτι σου μνήμες αιώνων
Μέσα στο ραγισμένο πιθάρι μας τέφρες και όστρακα
Οδύνες βουβές
Πολύ αίμα έχει χυθεί σ’ εκείνο το ποτάμι
με τα ρινίσματα χρυσού.
Τώρα πια ήρθε ο καιρός
ν’ αφήσουμε να γίνει καρπερή η πέτρα και το χώμα
Να ταξιδέψουμε μέσα στην ήρεμη καρδιά
Χωρίς τη δαγκωματιά της τρυφερής θάλασσας
και το σπαραγμό στα μάτια των μανάδων.
Τώρα πια ήρθε ο καιρός
να γίνει ο ένας η δίψα του άλλου,
τ’ ανέγγιχτο σκοτάδι να μείνει πίσω απ’ τα ερείπια
κι ο άνεμος να ’ρθει θωπευτικός
απ’ του θεού τα καθαρά χέρια
για το ιριδιστό ταξίδι του πελάγου.
Τώρα πια ήρθε ο καιρός
να σταθούμε γενναίοι,
Να δώσουμε λίγο ένστικτο και λίγη όραση
σ’ αυτές τις σκιές μας
να μπορούν να διακρίνονται καλύτερα
πάνω σε στέρεες στιγμές της ζωής.
Αυγή – αυγή να δώσουμε ένα δυνατό σκίρτημα
στα παιδιά μας
Να σηκωθούν να σώσουν τον αφανισμό μας
από τόσες φρικιάσεις.

Ο Πάνος Μισερλής, ανιψιός του αείμνηστου γνωστού δελφιώτη ποιητή Φοίβου Δέλφη, παρουσιάστηκε στα γράμματα το 1979, με την ποιητική συλλογή « Ο δεσμοφύλακας». Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές του « Ήχοι σκαπάνης» (1982), « Διαμαρτυρία»(1988), « Αν ήρθες μόνο για να φύγεις» (1992), « Ρημαγμένο φθινόπωρο» (1998), « ECEH» Σκόπια (1998), « Ποιήματα για τον Αμπντί Ιπεκτσί» (2000), «Λιόδεντρα της ερημιάς» (2008), « Το σαράβαλο» (2018).